- καναβάτσο
- και κανναβάτσο και καν(ν)αβάτσι, το (Μ καν[ν]αβάτσο[ν])χοντρό ύφασμα από λινάρι, βαμπάκι ή ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή σακιών, ιστίων κ.λπ., καθώς και από τους ράπτες για την εσωτερική επένδυση ορισμένων τμημάτων τής, ανδρικής κυρίως, ενδυμασίας, ώστε να είναι σκληρά και δύσκαμπτα και να εφαρμόζουν καλά στο σώμανεοελλ.(κατ. επέκτ.) το δάπεδο τής παλαίστρας ή τού χώρου όπου διεξάγεται αγώνας πυγμαχίας (ρινγκ).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., < ιταλ. cannavaccio < lat. cannabis < αρχ. ελλ. κάνναβις].
Dictionary of Greek. 2013.